ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 7791 καταχωρήσεις σε 156 σελίδες
Σελίδα 148
Απ’ του σεβντά σου το κρασί
που ‘πινα μ’ έχει φθείρει,
κι’ μαι μπεκρής κι εσύ κρασί
σε αλλουνού ποτήρι.
Mόνο στη σκέψη πως μπορεί
άλλος να σ’ αγκαλιάζει,
για μένα ο ήλιος χάνεται
και πλέον δεν χαράζει.
H σκέψη σου με τυραννά
κάθε φορά που θέτω,
και άλλον τώρα αγαπάς
κάρδια μου υποθέτω.
Απέναντι σου κάθομαι
σε βλέπω, σε κοιτάζω,
μες στην αγκάλη αλλουνού
και βαριαναστενάζω.
Τα δυο καφέ ματάκια σου
πολύ με τυρανούνε,
γιατί τ’ αγάπησα πολύ
μα εδά δεν με κοιτούνε.
Σαν αστραπή μες τη νυχτιά
σκέφτηκα τη μορφή σου,
και βρήκα τρόπο να χωθώ
κρυφά μες στην ψυχή σου.
Οι ουρανοί τ’ αστέρια τους
η νύχτα το φεγγάρι,
και ‘γω βαρύ τον αμανέ
για τη δική σου χάρη.
Κατέχεις το πως σ’ αγαπώ,
κάτεε, θ’ αρρωστήσω,
αν στείλω την αγάπη μου
και την γυρίσεις πίσω.
Σε ρώτησα και μου’ πες πως
μέσα σου ζει η καρδιά μου,
τώρα συ ζεις με δυο καρδιές
και’ γω με το σεβντά μου.
Ψεύτικα ήταν όλα αυτά
κι έσβησαν με το χρόνο,
κι έμεινε η ανάμνηση
να νταγιαντά τον πόνο.
Κούπες το πίνω το κρασί
μα όμως δεν μεθάω,
όσο με μέθυσαν τα δυο
ματάκια που αγαπάω.
Δεν γράφεις, δεν τηλεφωνείς
μήδε ρωτάς... τι κάνεις;
ανάθεμα σε για μυαλό
σ’ ίντα στενά με βάνεις.
Κάτω απ’ το γέλιο που θωρείς
έχω την απορία,
αν μ’ αγαπάς γιατί το θες
ή κάνεις αγγαρεία;
Έξω αστράφτει και βροντά
μα μέσα στην καρδιά μου,
καύσωνας είναι, κούρνιασε,
αλλαργινέ σεβντά μου.
Πως θες να 'μαι χαρούμενος
δίχως να σε έχω ταίρι,
μισό φεγγάρι δε μπορεί
πανσέληνο να φέρει.
Βροχή ‘μαι πέφτω γύρω σου
και γραίνω τα μαλλιά σου,
μον’ απ τα ρούχα δε μπορώ
να μπω μες στην καρδιά σου.
Βρέχει σταγόνα γίνομαι
μικρή στο πρόσωπό σου,
και κατεβαίνω απαλά
στην άκρη τω χειλιώ σου.
Στο άκουσμα του ο θάνατος
συνήθως φέρνει τρόμο,
μα γι’ άλλους ειν’ η λύτρωση
απ’ του σεβντά τον πόνο.
Εγώ το επιδίωξα
γη ο θεός το θέλει;
να μπλέκω πάντα σε σεβντά
που σε καλό δε βγαίνει;
Ένα αυτόγραφο ζητώ
κι αυτό απ’ το Ζερβάκη,
γιατί έναν Κρητικό αγάπησα
κι ας με κερνά φαρμάκι.
Που να βρω λόγια να σου πω
να δεις καημό που έχω,
να σ’ αγαπώ να χάνομαι
κι αγάπη να μην έχω.
Αναστενάζω κι ο καημός
σύννεφο σχηματίζει,
τσ’ αγάπης μου τη γειτονιά
πάει και ψιχαλίζει.
Ανε με βάλεις κηπουρό
βιόλα μου στο μπαξέ σου,
δε θα βρεθείς απότιστο
λουλούδι μου ποτέ σου.
Ήρθες και μου δωσες χαρά
το όνειρο να ζήσω,
βλέπεις δεν το περίμενα
να την επάρεις πίσω.
Σαν έχει ρότα ο καιρός
πλάθει και τον σεβντά του,
και δεν ρωτάει καθενός
αν τον μπορεί η καρδιά του.
Άλλη να είναι πλάι σου
κι αλλού ο νους να τρέχει,
να λαχταράει η καρδιά
εκείνη που δεν έχει.
Αν έγραφα μια έκθεση
με αναφορά το πόνο,
λευκή την κόλα θα ‘δινα
με το όνομά σου μόνο.
Όπου κι αν πας η σκέψη μου
κλουθά σου σαν κοπέλι,
και γιάντα εσύ την αγνοείς
για σκέψου πώς σε θέλει?
Να σ’ αγκαλιάσω δεν μπορώ
να σ’ έχω μου τ’ αρνείσαι,
δε σε θωρώ δε σου μιλώ
κι όλη η ζωή μου είσαι.
Όντε θωρώ σε σκέφτομαι
‘ντα διάολο περιμένεις,
γιάντα μου παίρνεις τη ψυχή
και τηνε κουζουλαίνεις;
Με την ελπίδα πως μπορεί
κάποτε να γυρίσεις ,
όλη ζωή μου χάθηκε
σ’ όνειρα κι αναμνήσεις.
Φεγγάρι κι άστρα του ουρανού
και φέρτε τον κοντά μου,
για δεν αντέχει να ‘ναι μπλιο
άδεια η αγκαλιά μου.
Ότι κι αν κάνω δε μπορώ
στην τρέλα να σε φτάσω,
ζήσε και για με, κοπέλι μου
γιατί εγώ θα σκάσω.
Αλλού κοιτούν τα μάτια μου
μα ξέρει το η ψυχή μου,
για μια στιγμή αν δε σε δω
χάνεται η ζωή μου.
Δεν το κατάλαβα γιατί
η καρδιά μου αναστοράται,
εσένα που δεν άξιζες
στιγμή κοντά της να’ σαι.
Όλα στο κόσμο σάζουνε
ένα ‘ναι που δε σάζει,
να ‘χεις τρεμούλα του σεβντά
και γύρω σου να λιάζει.
Χωρίς αέρα με σκορπάς
χωρίς νερό με πνίγεις,
χίλια κομμάτια κάνεις με
μόνο που με ξανοίγεις.
Ξέρω, αυτή που έχασες
ήτανε η ζωή σου,
κι εγώ μια ξένη που απλά
κοιμήθηκα μαζί σου.
Όταν της κάνει έρωτα
μες το μυαλό με φέρνει,
μα δεν υπάρχει σύγκριση
και το καταλαβαίνει.
Βαρκάκι ειν’ η σκέψη μου
εις του σεβντά το κύμα,
στείλε με αγέρα στη ‘γαπώ
να πάνε όλα πρίμα.
Στο στάδιο που μ’ έφερε
κι η μάνα μου πονεί με,
κι έβαλε μαύρα στο κορμί
και ζωντανό πενθεί με.
Είναι βαρύς κι αβάσταχτος
τσ’ απόρριψης ο πόνος,
απού σου κόβει τα φτερά
και δεν τον γιένει ο χρόνος.
Εγώ δε θέλω να πονώ
απου ‘σαι μακριά μου,
όμως τον πόνο στην ψυχή
τον δίνει η καρδιά μου.
Εκειά που πορπατήξαμε
αγκάθια έχουν φυτρώσει,
να μην περάσει με άλωνε
διπλά να με πληγώσει.
Πάντα στην άκρια του νου
έρχεσαι και καθίζεις,
κι αναρωτιέται η σκέψη μου
γιαντα τη βασανίζεις.
Είναι οι αγάπες σαν φωθιές
που ανάβουνε και σβήνουν,
κι οντε θα σβήσουν πίσω τους
στάχτες μονάχα αφήνουν.
Όλου του κόσμου οι καημοί
να ‘ρθουνε να με βρούνε,
θα φύγουνε τα μάτια μου
οντε θα τηνε δούνε.
Με το κερί η ελπίδα μου
και η ζωή μου μοιάζει,
απού μακριά σου χάνεται,
λιώνει και χαμε στάζει.
Ήθελα να’ μαι κόκκινο
φανταχτερό φουστάνι,
να το’ βανα ολοχρονίς
κιανείς να μη με φτάνει.
Θάλασσα εγενίκανε
τα δάκρυα που βγάνω,
και θα πνιγώ στο κλάμα μου
που φεύγεις και σε χάνω.